αεροκίνητος

αεροκίνητος
η , ο [ος , ον ] ветросиловой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αεροκίνητος" в других словарях:

  • αεροκίνητος — η, ο 1. εκείνος που κινείται ή λειτουργεί με αέρα 2. ο κινούμενος μέσω τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κινητός απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airdriven] …   Dictionary of Greek

  • αεροκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με αέρα: Παλιότερα αρκετές υδραντλίες ήταν αεροκίνητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αεροκινητικός — ή, ό ο αεροκίνητος* …   Dictionary of Greek

  • ανεμοκίνητος — η, ο ο κινούμενος με τη δύναμη του ανέμου, αεροκίνητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»